-
1 ὀπιπεύω
A stare at, with collat. notion of spying, watch,ὀπιπεύσεις δὲ γυναῖκας Od.19.67
; or of fear, τί δ' ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας ; Il.4.371, cf. Hes.Op.29.II watch, spy,οὐ γάρ σ' ἐθέλω βαλέειν.. λάθρῃ ὀπιπεύσας, ἀλλ' ἀμφαδόν Il.7.243
;εὖ μάλ' ὀπιπεύοντα.. βάλλειν Hes.Op. 806
, cf. Musae.101, Orph.A. 249 :—[voice] Med., to be on the alert, Onos.10.26.III seduce, Man.3.196 :—[voice] Pass.,δολεροῖσιν -ευθεῖσαι ἔπεσσιν Id.6.182
. (Redupl. from ὀπ-, cf. ὄπ-ωπα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀπιπεύω
См. также в других словарях:
οπιπεύω — ὀπιπεύω και διάφ. τ. ὀπιπτεύω (Α) 1. παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα, με περιέργεια («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», Ομ. Οδ.) 2. ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω 3. (ενεργ. και μέσ.) δελεάζω, εξαπατώ, αποπλανώ («δολεροῑσιν … Dictionary of Greek